σκιρτήσῃ

σκιρτήσῃ
σκιρτήσηι , σκίρτησις
bounding
fem dat sg (epic)
σκιρτάω
spring
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
σκιρτάω
spring
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
σκιρτάω
spring
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκίρτηση — η / σκίρτησις, ήσεως, ΝΑ [σκιρτῶ] σκίρτημα αρχ. μτφ. ταραχή, στάση («σκιρτήσεις ἐθνῶν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • σκίρτηση — η σκίρτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”